συζυγαρχία

συζυγαρχία
η воен, артиллерийский обоз

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συζυγαρχία" в других словарях:

  • συζυγαρχία — η, Ν στρ. παλαιότερη στρατιωτική μονάδα η οποία εφοδίαζε με πυρομαχικά τις μάχιμες μονάδες τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συζυγία + αρχία (< άρχης*), πρβλ. πυροβολ αρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»